- άγνωθος
- η , ο обл невежественный, необразованный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άγνωθος — η, ο [γνώθω] 1. αμαθής 2. ανόητος 3. επιρρ. άγνωθα α) από άγνοια β) ανόητα, άκριτα … Dictionary of Greek